κατάβρεγμα

κατάβρεγμα
το
η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβρέχω, μούσκεμα: Ο κανταδόρος αυτός θέλει ένα γερό κατάβρεγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάβρεγμα — το το να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • αιόνημα — αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ] κατάβρεγμα, μούσκεμα …   Dictionary of Greek

  • αιόνησις — αἰόνησις ( εως), η (Α) [αἰονῶ] καταιονισμός, κατάβρεγμα, μούσκεμα …   Dictionary of Greek

  • βρέξιμο — το [βρέχω] 1. η βροχή 2. το κατάβρεγμα ή ράντισμα κάποιου (πράγματος) με νερό ή άλλο υγρό …   Dictionary of Greek

  • δίεση — η (Α δίεσις) [διίημι] μουσ. ημιτόνιο νεοελλ. μουσ. σημάδι το οποίο σημειώνεται πάνω από έναν φθόγγο και δηλώνει ότι πρέπει να ανυψωθεί κατά ένα ημιτόνιο αρχ. 1. διαβίβαση, δίοδος 2. απόλυση 3. απελευθέρωση, εκφόρτωση 4. διαζύγιο 5. ύγρανση,… …   Dictionary of Greek

  • διαπότιση — η πλήρης εμποτισμός, μούσκευμα, κατάβρεγμα …   Dictionary of Greek

  • επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] …   Dictionary of Greek

  • κατάβρεξη — η (Α κατάβρεξις) [καταβρέχω] το κατάβρεγμα …   Dictionary of Greek

  • κατάψυχος — ὁ και κατάψυχο, το (Α κατάψυχος, ον, Μ κατάψυχον) βραδινή ή πρωινή δροσιά, δροσερός καιρός νεοελλ. η ευχάριστη δροσιά σε εποχή θέρους, που προέρχεται από σκιά και κατάβρεγμα τού εδάφους ή επικρατεί σε υπόγειους τόπους μσν. σκιερός και δροσερός… …   Dictionary of Greek

  • καταβρεχτήρι — το φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρι (πρβλ. κλαδευ τήρι, ξεσκονισ τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”